-
1 коллегия
коллегия ж о σύλλογος, το σώμα* η επιτροπή (комиссия)' \коллегия адвокатов о δικηγορικός σύλλογος судейская \коллегия спорт, η ελλανοδίκη επιτροπή* * *жο σύλλογος, το σώμα; η επιτροπή ( комиссия)колле́гия адвока́тов — ο δικηγορικός σύλλογος
суде́йская колле́гия — спорт. η ελλανοδίκη επιτροπή
-
2 жюри
См. также в других словарях:
ελλανόδικος — η, ο που ασκεί ελλανοδικία (βλ. λ.): Ελλανόδικη επιτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)